- δαφνοστεφάνωτος
- -η, -ο δαφνοστεφανωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνοστεφάνωτος — η, ο στεφανωμένος με φύλλα δάφνης, ένδοξος: Μαζί με τα υπόλοιπα βραβεία, του έδωσαν και ένα δάφνινο στεφάνι για τη νίκη του στο άθλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαφνοστεφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, δαφνοστεφάνωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)